Συμβαίνει πάντα όταν βιάζομαι. Ποτέ όταν οδηγώ χαλαρά -αλήθεια, ποια ήταν η τελευταία φορά που δεν κυνηγούσα τον χρόνο; Ή μήπως με κυνηγάει αυτός; Ή μήπως όλοι μαζί το άπιαστο; Τέλος πάντων, το έχω προσέξει, η νευρική οδήγηση, με την καρδιά στην κωλότσεπη, συνοδεύεται άκομψα με μία αλλόκοτη και σαδιστική, μυστική δύναμη, που βαριέται τη ζωή της και για να διασκεδάσει την ανία της αποφασίσει να μου σπάσει τα νεύρα.
Να εξηγηθώ.
Πώς γίνεται κάθε φορά που έχω αργήσει να ξεκινήσω τη μέρα μου να ξεχνάω κάτι πολύ σημαντικό φεύγοντας από το σπίτι, όπως το κινητό μου για παράδειγμα ή το νεσεσέρ με το μακιγιάζ και να πρέπει να γυρίσω να το πάρω αφού ήδη έχω απομακρυνθεί κάνα 5άλεπτο; Ή πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει το παράλογο μποτιλιάρισμα κάθε, μα κάθε, φορά που έχω ένα σημαντικό -κυρίως επαγγελματικό- ραντεβού; Καλά, ίσως αυτό δεν είναι εύκολο να απαντηθεί σε μεταφυσική βάση γιατί η κίνηση στους δρόμους είναι το μόνο που σου θυμίζει ότι είσαι άνθρωπος, άρα φθαρτός, άρα «την πάτησες». Αρκεί να δει κανείς την εικόνα του στον καθρέφτη την ώρα που μπαίνει στην Κηφισίας εν ώρα αιχμής και αφού βγει από αυτήν.
Περνώντας τρεις ώρες την ημέρα (τουλάχιστον) πίσω από το τιμόνι, σε αυτή την πόλη του gentrification, της εκτοξευόμενης τουριστικής λαχτάρας, των πομπικών μαύρων βαν, των ατέρμονων έργων και των σπασμένων πεζοδρομίων, μπορώ να πω, με ελαφριά βεβαιότητα, ότι κάποια πράγματα δεν ερμηνεύονται με τη λογική. Ούτε με την ευαισθησία. Ούτε με τον παραλογισμό. Μόνο με μία διάθεση εναγκαλισμού με το χάος.
Δε θα ξεχάσω μία από αυτές, τις άπειρες, ακατανόητες και ψυχοβγαλτικές στιγμές που όλα έμοιαζαν αδιέξοδα -ο χρόνος πρόσθετε καταιγιστικά λεπτά στο καντράν του, ο στόχος μου ήταν πολύ κοντά μου αλλά εγώ ζούσα το μαρτύριο του Τάνταλου, που όταν πεινούσε και άπλωνε το χέρι να φτάσει ένα φρούτο, τα κλαδιά ανέβαιναν σε μεγαλύτερο ύψος ώστε δεν μπορούσε να τα φτάσει. Όταν δε έσκυβε να πιει νερό, αυτό απομακρυνόταν από κοντά του, αφήνοντας τον αιωνίως διψασμένο.
Κάπως έτσι, στρίβω σε ένα στενό τρία λεπτά από το σπίτι μου, με την άνεση του ανθρώπου που έχει περάσει από αυτό τον δρόμο τόσες πολλές φορές που άτυπα του ανήκει, είναι δικός του. Φρενάρω απότομα γιατί ένα συνεργείο του δήμου αποφάσισε να κόψει τα πεύκα κλείνοντας τη διέλευση, «για όσο» όπως χαρακτηριστικά μου απάντησε ο υπεύθυνος όταν ρώτησα «πόσο;».
Κάνω όπισθεν και μπαίνω σε ένα άλλο στενό, ευτυχώς στο σημείο που η Siri μου ορίζει ως «home» μπορώ να φτάσω από τουλάχιστον δέκα διαφορετικές διαδρομές. Ξαναφρενάρω απότομα. Ένα αναβατόριο ψηλό σαν κυπαρίσσι είχε δημιουργήσει το τέλειο εμπόδιο κουβαλώντας έναν τριθέσιο καναπέ στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, έχοντας ωστόσο ένα ακόμα φορτηγό έπιπλα να ανεβάσει. Δεν ρώτησα τίποτα.
Κάνω όπισθεν, στρίβω αριστερά, μετά δεξιά, βγαίνω σε μία μίνι λεωφόρο και εισβάλλω με φόρα και πατημένη δευτέρα σε άλλο στενό. Ξαναμαναφρενάρω. Ένα απορριμματοφόρο έχει σταθμεύσει κεντρικά του δρόμου και αδειάζει ένα άχτιστο οικόπεδο -από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει στην περιοχή. Αυτή τη φορά ρώτησα, κοιτώντας στον ουρανό: «Γιατί;».
Κάνω όπισθεν και ποτέ ξανά κανείς δε με είδε ούτε άκουσε για μένα.