Είχαμε πάει συστημένοι. «Δεκαπενταύγουστο θα είστε μόνοι σας, ψυχή δεν πατάει σε αυτή την παραλία. Είναι σαν Ιούνιος. Τι Ιούνιος; Μάης μη σου πω». Η πληροφορία ερχόταν από ανώτατα κλιμάκια έγκυρου ταξιδιωτικού σάιτ κι εμείς νιώθαμε προνομιούχοι στην τοποθεσία Ιόνιο πέλαγος. Η προαναγγελθείσα έκπληξη στάθηκε ανώτερη των προσδοκιών: ένα ακρογιάλι εξ ολοκλήρου για πάρτη μας, μια άδεια αμμουδιά.
Μα, είναι δυνατόν; Στην καρδιά του Αυγούστου; Τεράστια τύχη, σκεφτόμαστε. Πάντα έτσι δε αισθάνονται αρχικά στα θρίλερ; Ανάλαφροι και σαββατογεννημένοι; Μετά αρχίζει το ζόρι.
Ένα ζευγάρι, τέσσερα βιβλία και μία υποτυπώδης τέντα για το λάλαρο. Α, και οι σχετικές προμήθειες φρούτων και νερού. Οδηγός εγώ. Και μάλιστα σχετικά κουτάβι, κάμποσα -πολλά- χρόνια πριν. Ο συνοδηγός δεν ήξερε ούτε πώς έμπαινε η όπισθεν (σημαντική αυτή η παρατήρηση για τη συνέχεια της ιστορίας).
Ο κακοτράχαλος δρόμος δε με τρόμαξε, άλλωστε η κατηφόρα είναι πιο φιλική προς τον χρήστη. Η λαχτάρα να βιώσουμε την απόλυτη εμπειρία της προσομοίωσης ναυαγοί εκ του ασφαλούς σε εξωτικό νησί ήταν ανώτερη από τεχνικά, οδηγικά τερτίπια.
Η κατάσταση, τώρα που το σκέφτομαι, φάνταζε σαν metaverse πριν το metaverse και χωρίς τα γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας. Τόσο αναπάντεχα τέλεια και καλορυθμισμένη.
Οι ώρες κύλισαν γρήγορα, βουτιά-διάβασμα-ηλιοθεραπεία μπρούμυτα-βουτιά-διάβασμα-ηλιοθεραπεία ανάσκελα. Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο μεσημέρι, η εκλεκτή μοναξιά μας πληγώθηκε από την είσοδο στο σκηνικό ενός άλλου ζεύγους, το οποίο αντιλαμβανόμενο το προνόμιο της απροσδόκητης άπλας έστησε, με τακτ, στην άλλη άκρη της παραλίας, εκ διαμέτρου αντίθετα από εμάς. Συστημένοι θα είχαν έρθει κι αυτοί, υποθέσαμε προβάλλοντας τη δική μας ιστορία ως μανιέρα.
Μας χώριζαν τόσα πολλά μέτρα που ξεχάσαμε την παρουσία τους μεμιάς αν και στην αρχή χαλαστήκαμε που χάσαμε το προνόμιο του εφέ της ιδιωτικής παραλίας.
Λίγο μετά τη δύση του ήλιου κι αφού ο ουρανός έχει πάρει αυτό το γκρι οινοπνευματί που μοιάζει με το φίλτρο Gingham του ίνσταγκραμ και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν μελώσει και ανακουφιστεί από το ξεροψήσιμο ολόκληρης της ημέρας, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής προς το αυτοκίνητο, το οποίο ήταν αραγμένο λίγο πιο πάνω κοιτώντας προς την ανηφόρα, σε επικλινή πόζα.
Καμία ανησυχία μέχρι τότε. Τίποτα δεν είχε αναστατώσει τη σκέψη μου. Σχεδόν σιγομουρμούριζα το «Summertime and the livin' is easy / Fish are jumpin' and the cotton is high». Πατάω γκάζι και ετοιμάζομαι να βάλω πρώτη όταν νιώθω ότι κάποιος τραβάει το αυτοκίνητο προς τα πίσω. Σαν το αόρατο, τεράστιο χέρι του γίγαντα Κλυτίου, καρπού της Γαίας όταν αυτή γονιμοποιήθηκε από το αίμα που έσταξε ο Ουρανός καθώς τον ευνούχισε ο Κρόνος, να θέλει να παίξει μαζί μας. Τόσο θυμωμένος και τόσο μυθικός. Όσο κι αυτή η απρόσμενη λαχτάρα.
«Κολλήσαμε» ακούγεται η συγχρονισμένη, αυτονόητη διαπίστωση. Ο συνοδηγός τα έχει πιο χαμένα από εμένα. Εγώ σαν ατζαμής περιωπής μαρσάρω και γκαζώνω νομίζοντας ότι θα νικήσω το αόρατο χέρι του Κλυτίου. Αμ δε. Οι ρόδες μπαίνουν πιο βαθιά στην άμμο και στον αέρα σηκώνονται εκατομμύρια σωματίδια σκόνης. Η όπισθεν επιβαρύνει την αναποτελεσματικότητα.
Τότε είναι που θυμάμαι τα λόγια του ανώτατου κλιμακίου του έγκυρου ταξιδιωτικού σάιτ: «Λίγη προσοχή στον δρόμο, μόνο, μην κατέβετε μέχρι κάτω στην παραλία. Αφήστε το αυτοκίνητο πιο ψηλά».
Ο πανικός έχει φωλιάσει μέσα και γύρω όταν το ζευγάρι της άλλης πλευράς της παραλίας, αυτό που πλήγωσε τη μοναξιά μας κάποιες ώρες πριν, περνάει δίπλα μας πηγαίνοντας προς το δικό του όχημα, αρκετά πιο μακριά ομολογουμένως παρκαρισμένο. «Θέλετε βοήθεια;» μας πλησιάζει; Έχω πλέον εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες σε αυτούς τους δύο ξένους. Ή άλλη μου επιλογή είναι ο διακτινισμός. Κουνάω το κεφάλι μου σαν να μη μιλάω ελληνικά.
«Μην πατάς τόσο δυνατά γκάζι. Βάλε πρώτη και χάιδεψε ελάχιστα το πεντάλ με την άκρη του ποδιού σου, ίσα να το ακούσεις να γουργουρίζει, όχι να βρυχάται» με συμβουλεύει η κοπέλα ενώ τοποθετούν με τον σύντροφό της δύο πλακέ, εύσχημες πέτρες κάτω από τις δύο μπροστινές μου ρόδες. «Έλα σιγά σιγά. Ένα τσακ θέλει μόνο. Μην κάνεις απότομες κινήσεις» συνεχίζει. «Έτσι μπράβο!» αναφωνεί ενώ το αυτοκίνητο βγήκε από την λούμπα σαν σε θαύμα.
Τι ανακούφιση. Τι χαρά. Τελικά μόνοι μας δεν μπορούμε ούτε στον παράδεισο. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον για να ξεκολλήσουμε.