Ιδού το μαύρο Ford Focus, το οποίο έχει βράσει στο ζουμί του από τη ζέστη, τόσο που έχει δημιουργηθεί ένα στρώμα παχιάς υγρασίας ανάμεσα στην φρακταλική ηλιοπροστασία και στο τζάμι του παρμπρίζ.
Κάθομαι στη θέση του οδηγού και νιώθω ότι κάτι λείπει από το κάδρο. Κάτι μοιάζει ανοίκειο και ακαθόριστα ακαταλαβίστικο. Στην αρχή δε δίνω σημασία, άλλωστε τόσα πολλά είναι τραγελαφικά, πλέον, γύρω μας -μια ακόμη αντανάκλαση της εποχής, λέω μέσα μου, αλλά τότε, ξαφνικά μου αποκαλύπτεται η αλήθεια.
Λείπουν οι υαλοκαθαριστήρες. Που στο καλό είναι;
Βγαίνω από το αμάξι και τους βλέπω, σπασμένους και ακουμπισμένους στο καπό, φαρδιούς πλατιούς και στραπατσαρισμένους. Νιώθω το ίδιο τεθλασμένο συναίσθημα με τότε που μου είχαν κλέψει το πορτοφόλι μέσα από τη τσάντα μου σε πολυκατάστημα του Αλίμου και μετά το βρήκα πεταμένο σε κάδο της τουαλέτας χωρίς τα χρήματα μέσα, φυσικά, αλλά με τις δύο τυχερές μου γυάλινες μπίλιες στη θέση τους.
Στενοχώρια. Καθαρή, ανόθευτη, θλίψη. Ένα «γιατί;» με ερωτηματικό είχε πάρει τη θέση της νέον φράσης «να προλάβω να μπω στο zoom να κάνω pilates» μέσα στο χάος του νου μου, πλέον.
Αν ψάχνεις το γιατί είσαι μακριά από τη σοφία. Κάπου το είχα διαβάσει, αλλά δε θυμάμαι που.
Μουδιασμένη και με πλήθος αποριών οδηγώ σε ένα βενζινάδικο, χωρίς να το έχω σκεφτεί ιδιαίτερα, νιώθοντας ότι ο υπεύθυνος εκεί ίσως είναι ο άνθρωπος που έχει την απάντηση.
Του περιγράφω το σκηνικό κρατώντας στα χέρια μου τα δύο αποσπώμενα κομμάτια των εναπομεινάντων υαλοκαθαριστήρων, ενώ δεν ξέρω πώς να αναφερθώ στον δράστη. Σαν «ψυχοπαθή», «εκκεντρικό», «τρελό» ή απλώς χτυπημένο από τον καύσωνα.
Ο βενζινοπώλης στέκεται απέναντί μου χωρίς να αγχώνεται. «Έχετε το μέγεθος αυτό;» ρωτάω. «Μπορώ να τους αλλάξω εδώ;». «Γιατί μου τους έσπασαν;». «Έχουν έρθει άλλοι με το ίδιο πρόβλημα;».
Αποφεύγει να απαντήσει στον βομβαρδισμό από ερωτήματα, παίρνει τα κομμάτια των υαλοκαθαριστήρων και τα συναρμολογεί χρησιμοποιώντας ένα μικρό κατσαβίδι για να τραβήξει προς τα έξω ένα πλαστικό τμήμα του άξονα ώστε να κάνει χώρο και να κουμπώσει πάνω του το «σπασμένο» πλαστικό.
«Αυτό είναι. Είσαι έτοιμη!» λέει σιγά.
«Δηλαδή δεν μου τους διέλυσαν;» ρωτάω, χοροπηδώντας σχεδόν.
«Όχι. Τους αποσυναρμολόγησαν» λέει.
«Γιατί;».
«Δεν ξέρω. Έχουν έρθει κάμποσοι με το ίδιο πρόβλημα».
«Τι σας χρωστάω;».
«Τίποτα».
Φεύγοντας βάζω τους υαλοκαθαριστήρες να παίζουν έτσι, χωρίς λόγο, για να επιβεβαιώσω την ακεραιότητα της ύπαρξής τους.
Ίσως αυτή είναι η μόνη απάντηση, το κρυμμένο μήνυμα πίσω από αυτή τη σκληρή πράξη που μόλις βίωσα: Αριστερά, δεξιά, αριστερά, δεξιά, πέρα δώθε, πέρα δώθε, μπρος πίσω, μπρος πίσω.