Για πολλά χρόνια αναγκαζόμουν να διασχίζω διαγωνίως την Αττική, ξεκινώντας από τον νότο με προορισμό τον βορρά και ξανά πίσω στη βάση μου, σαν καλοκουρδισμένο, πειθήνιο transformer. Οπότε, αναγκαστικά, περνούσα τουλάχιστον δύο φορές μέσα σε ένα 24ωρο από τις ειδικές μπάρες των διοδίων γνωρίζοντας ότι χιλιομετρικά και οικονομικά μπαίνω μέσα, αλλά, τουλάχιστον, κερδίζω σε χρόνο.
Ο χρόνος, ο άτιμος αυτός φίλεχθρος, ως γνωστόν είναι ένα από τα κατεξοχήν δυσεπίλυτα προβλήματα των ανθρώπων των πόλεων, ανά τον πλανήτη.
Έτσι, ηττημένη από χέρι, ξεκινούσα για το μακρύ ταξίδι ανά το κλεινόν άστυ, ανακαλύπτοντας ενίοτε τον όποιο ξακουστό χαρακτήρα του -δεν μπορεί, κάπως θα δικαιολογείται το «κλεινόν ίσον ένδοξο».
Τους καλοκαιρινούς μήνες, τα διόδια αποτελούν μια όαση δροσιάς στην κοχλάζουσα έρημο της ασφάλτου, που είναι ικανή να λιώσει και την πιο δροσερή σκέψη στο μυαλό. Τους χειμερινούς μήνες τα διόδια είναι απλώς ένα αναγκαίο κακό. Δίνεις 2,80 ευρώ για να περάσεις στην επόμενη πίστα χωρίς να έχεις την παραμικρή συμμετοχή στη δράση, χωρίς να κρατάς το joystick και χωρίς να κερδίζεις το παραμικρό μπόνους.
Μια φορά κι έναν καιρό, παλιότερα, πριν εντάξουν το POS στην γκάμα των επιλογών πληρωμής οι ιθύνοντες, βρέθηκα να κοιτώ ασκαρδαμυκτί τον υπάλληλο πίσω από υπερυψωμένο κουβούκλιο δείχνοντάς του το άδειο πορτοφόλι μου.
-Να, δεν έχω δραχμή, την πάτησα. Αφαιρέθηκα. Τι κάνουμε τώρα;
-Κάντε στην άκρη και θα έρθει ο καθ' ύλην αρμόδιος να σας κόψει μία πίστωση, την οποία μπορείτε να πληρώσετε με την επόμενη διέλευσή σας αθροίζοντας το τελικό ποσό.
Πολύ ωραία μέχρι εδώ. Όλα καλά, υπέθεσα. «Μου δείχνουν εμπιστοσύνη ότι θα σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, θα αποπληρώσω τα χρέη μου και ότι θα πρωταγωνιστήσω με καμάρι στην ταινία Καθαρό Πρόσωπο» σκέφτομαι.
«Καλά, δεν είχατε 2,80 ευρώ στο πορτοφόλι σας; Που είχατε το μυαλό σας;» είναι η πρώτη απαξιωτική ερώτηση του καθ' ύλην αρμόδιου, ο οποίος έτσι όπως κατέφτασε φουριόζος και κουμπωμένος μέσα στη στολή του, πηληκιοφόρος, με το μπλοκάκι της ποινής ανά χείρας έμοιαζε με σερβιτόρο της πειθαρχίας. Από τη μία ένιωσα την ανάγκη να ζητήσω ταπεινά συγγνώμη, από την άλλη φλέρταρα με την ιδέα να του δώσω μία παραγγελία -«φρέντο καπουτσίνο σκέτο, με γάλα αμυγδάλου».
Δεν έβγαλα κιχ.
Εννοείται ότι καταχώρησε τα στοιχεία μου, αριθμό ταυτότητας, πινακίδα αυτοκινήτου και είδος παρανομίας, οπότε οποιαδήποτε ιδέα πέρασε από το μυαλό μου να μπλοφάρω αλά Τζον Τάραμας σε παρτίδα πόκερ, να κοροϊδέψω την περίσταση, εξανεμίστηκε μέσα στο κλίμα οργανωμένης επιτήρησης του καθ΄ ύλην αρμόδιου.
Η σοβαρότητά του προς απάντησή μου.
Πολλά χρόνια μετά, φέτος το καλοκαίρι για την ακρίβεια, και αφού έχω βγάλει κάρτα απεριορίστων διαδρομών πλέον, έχω, δηλαδή, προαχθεί σε ευσυνείδητη και μεστωμένη διερχόμενη πελάτισσα διοδίων, συνέβη ένα περιστατικό που μου θύμισε τη ακατάσχετη επιθυμία ανυπακοής στην άσκηση της μικροεξουσίας του περιστασιακού υπαλλήλου.
Έχω κολλήσει τον ειδικό μαγνήτη με το barcode στα τζάμι και περιμένω να ανοίξει η μπάρα για το μπροστινό αυτοκίνητο, να περάσει, να κλείσει ξανά η μπάρα, να ανοίξει, να περάσω κι εγώ. Πριν προλάβω να βάλω πρώτη και να τσουλήσω προς τα μπρος ένας βαρύς και οξύς ήχος με αγκαλιάζει, σαν να βρέθηκα στην τουρμπίνα του ιστορικού Boeing 747 και να μην πήρα μαζί μου τις ωτασπίδες μου.
Το επόμενο δευτερόλεπτο, τρεις μηχανές enduro έχουν κυκλώσει το αυτοκίνητο και περνούν πλάι μου την ανασηκωμένη μπάρα σαν ειδικοί φρουροί που προστατεύουν την ασφάλειά μου, σαν ακολουθία υψίστης προστασίας που δε ζήτησα. Εννοείται ότι δεν είχαν προπληρωμένο μαγνητάκι πολλαπλών διαδρομών και εννοείται ότι δεν έδιναν δεκάρα για τη σωματική μου ακεραιότητα -απλά γκάζωσαν λαθραία.
Το εντυπωσιακό, πέρα από το τρομακτικό της ιστορίας, ήταν ότι στις μηχανές ισορροπούσαν δικάβαλοι συσχετισμοί, με αλογοουρές να ανεμίζουν στον αέρα και μακριά μαλλιά να κοντράρουν τον άνεμο, ατάκτως, αριστερά και δεξιά -μια εικόνα που θύμιζε περισσότερο σκηνή από το «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» του 1984 παρά μια δόλια παραβατικότητα.
Όλα λάθος, θα σκεφτεί κάποιος. Όλα κινηματογραφικά, ίσως απαντήσει κάποιος άλλος.