Ήταν μια ατυχία. Ξεκάθαρα, ήταν μια ατυχία. Πώς αλλιώς να μεταφράσει κανείς αυτό το plot twist, από τη χαρά στην απόγνωση και από την ανεμελιά στον πανικό; Αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα, όπως και το «εάν η ζωή μιμείται την τέχνη ή η τέχνη την ζωή».
Κι ενώ κολυμπάμε μέσα σε μια λίμνη από αβεβαιότητες κι όλα μεταβάλλονται με το ανοιγόκλεισμα του ματιού, υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει ποτέ: Η λαϊκή αγορά της Τρίτης, στον Άλιμο.
Θα έπρεπε να το γνωρίζω. Θα έπρεπε να έχω δώσει μεγαλύτερη σημασία στην πρόχειρη και αυτοσχέδια μεν, σήμανση δε, «μην παρκάρετε, λαϊκή αγορά» με χοντρό μαρκαδόρο πάνω σε μερικές Α4 κόλλες, τοποθετημένες όπως όπως στις κολόνες, κατά μήκος του δρόμου.
Η ιστορία, πάνω-κάτω, έχει ως εξής: Αφήνω το αυτοκίνητο σε μία κάθετη της λεωφόρου Ιωνίας, κοντά στην πιάτσα των ταξί, αποφεύγοντας να οδηγήσω μέχρι το κέντρο. Έτσι, σκέφτηκα, θα έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Και μετά, γυρνώντας πάλι με το ταξί, θα πάρω το αυτοκίνητό μου και θα επιστρέψω, κυρία, στο σπίτι μου. Ούτε στρες για το που θα παρκάρω πέριξ του Συντάγματος βραδιάτικα, ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Έλα όμως, που τη ζημιά δεν τη γλυτώνεις ποτέ. Η ζημιά είναι κομμάτι της διαδικασίας. Trial and error, δοκιμή και σφάλμα, τόλμη και το αντίθετο της γοητείας.
Ίσως επειδή το βράδυ τράβηξε λίγο παραπάνω, ίσως επειδή το μυαλό ξεχάστηκε και οι φυσαλίδες των κοκτέιλ έστησαν τρελό χορό γύρω του, ίσως επειδή οι πραγματικές ιστορίες δεν συμβαίνουν όπως τα παραμύθια, κατόπιν παραγγελίας, βρέθηκα κάμποσες ώρες αργότερα στο κρεβάτι μου έχοντας αφήσει το αυτοκίνητό μου στην ίδια θέση, σε μία κάθετη της λεωφόρου Ιωνίας. Πήγα, απευθείας σπίτι μου με το ταξί.
Φυσικά, αυτό ήταν κάτι που πήρα χαμπάρι την άλλη μέρα το πρωί. «Ε, εντάξει, κοντά μένω, θα πάω με τα πόδια να το μαζέψω το απολωλός πρόβατο» συλλογίζομαι ανάλαφρα. Σε δέκα λεπτά μου είχε κοπεί το γέλιο.
Ήταν Τρίτη και όπως κάθε Τρίτη η συγκεκριμένη κάθετη της λεωφόρου Ιωνίας κατακλύζεται από πάγκους, οπωρολαχανικά, μανάβηδες-τενόρους, αυγά, λουλούδια, είδη προικός και γωνιές με εσώρουχα, «τρία στην τιμή του ενός». Μυρωδιές, αρώματα, χρώματα, φωνές, παζάρια, γέλια και κλάματα, όλα ανάκατα σε αυτό το κλειστό κύκλωμα βασικής κατανάλωσης, σε αυτό το πανηγύρι προσφοράς και ζήτησης.
«...σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια…» γράφει η Κική Δημουλά στο ποίημα της «Σαν να διάλεξες».
Σαν να διάλεξα τη μέρα κι εγώ. Μπράβο μου. Με τις σταγόνες από κρύο ιδρώτα να με λούζουν περπατώ προς το σημείο που είχα παρκάρει αλλά το αυτοκίνητο πουθενά. Σαν σε κακό όνειρο, προσπαθώ να το βρω αλλά κάποιος περνάει με φόρα και με σπρώχνει μερικά μέτρα πιο πίσω. Τελικά, εντοπίζω το μαύρο Ford πίσω από έναν πάγκο με πατάτες και κρεμμύδια. Άδεια καφάσια ακουμπούν με άνεση στην οροφή του ενώ οι υαλοκαθαριστήρες του είναι όρθιοι πάνω από στο παρμπρίζ λες και διαμαρτυρούνται για την κατάσταση, λες και φωνάζουν «εεεεε, βοήθεια, εεεεεε».
Αποφεύγω, φυσικά, να επικοινωνήσω τη σχέση μου με το αυτοκίνητο-εμπόδιο και περιμένω διακριτικά σε μια γωνιά του δρόμου, πίσω από μια συστάδα με ροζ πικροδάφνες να τελειώσει το νταβαντούρι.
«Δικό σου είναι αυτό το μαύρο Ford;» ακούω μια φωνή, βραχνή και δουλεμένη. Είναι ο παραγωγός του πάγκου μπροστά από το αυτοκίνητό μου. Μάλλον, με «έκοψε» που παρακολουθούσα τη φάση και κατάλαβε. «Όχι καλέ, έχω ένα ραντεβού και με έχει στήσει» απαντάω κι εξαφανίζομαι από το κάδρο.
Αργά το απόγευμα, νωρίς το βράδυ, σίγουρη ότι ο κάθε κατεργάρης θα έχει μαζέψει τον πάγκο του, καταφθάνω κουκουλοφορούσα να μαζέψω τα ασυμμάζευτα.
Για καλή μου τύχη το αυτοκίνητό μου ήταν ακόμα εκεί, με τους υαλοκαθαριστήρες έξαλλους, σαν ανασηκωμένα χέρια στον ουρανό σε στάση «οϊμέ» και με μια έντονη εσάνς από oignons nouveaux, η οποία έκανε μέρες να περάσει.
Το ίδιο και η ντροπή μου που αρνήθηκα τη σχέση μου με το όχημά μου πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις.