Από την Έφη Αλεβίζου
Είναι μια συζήτηση που γίνεται για να γίνεται. Πόσο έχει αυξηθεί η βενζίνη. Στο θεό έχει φτάσει. Πόσο; Τόσο. Ξέρω κάποια βενζινάδικα που την έχουν πιο φτηνά. Προτιμώ να μην παίρνω το αυτοκίνητο στο κέντρο. Αλλά, από την άλλη δεν την παλεύω με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, αλλά στο κέντρο δεν βρίσκεις και να παρκάρεις. Μία η άλλη έρχεται με το πάρκινγκ...
Σκόρπιες κουβέντες παίζουν σε παραλλαγές και ποικίλουν ανάλογα με τον βαθμό υπομονής αλλά και διάθεση ξοδέματος χρήματος που μπορεί να έχει ο καθένας. Προσωπικά, μιας και είμαι χελώνα, δεν αποχωρίζομαι το αυτοκίνητό μου για κανέναν λόγο, δεν μπαίνω καν στο δίλημμα «ΜΜΜ ή αυτοκινούμενη;». Προτιμώ να μπουσουλίσω από το σπίτι μου μέχρι το Σύνταγμα παρά να πάρω το μετρό. Και μένω στα νότια, ε;
Οπότε δεν έχω άλλη επιλογή από το να βγαίνω καθημερινά και ανά πάσα ώρα και στιγμή στην αναζήτηση των πέντε εκείνων ελεύθερων και πολύτιμων μέτρων παράλληλα του πεζοδρομίου. Παλιότερα, που είχα ένα τοσοδούλι αυτοκίνητο, μόνο πάνω σε δέντρο δεν το είχα παρκάρει. Και δεν με ένοιαζε και τόσο. Έτρωγα και τις κλήσεις μου, λογικό, τα νιάτα δεν υπολογίζουν τον νόμο. Τις έτρωγα, τις πλήρωνα, συνέχιζα τη ζωή μου και την άλλη μέρα τις είχα κιόλας ξεχάσει -άλλα με ένοιαζαν.
Σήμερα, ούτε όρεξη να παρκάρω αυτοκίνητα στα δέντρα έχω, πλέον, ούτε διάθεση να ξεβολευτώ, ούτε κλήσεις να αποπληρώνω λες και δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω στη ζωή μου. Βγαίνω συνειδητά στους δρόμους έχοντας τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας ενσωματωμένο στο τσιπάκι μου, αθέλητα, αυτοματοποιημένα, μετά από τόσα χρόνια πίσω από το τιμόνι.
Και εδώ, στο σημείο αυτό, αρχίζει η βεντάλια των επιλογών να ανοίγει μπροστά μου, κάθε φορά σαν πρώτη φορά. Ποτέ κανείς δε νιώθει ασφαλής σε αυτό το άγριο σαφάρι της πόλης. Ποτέ δεν αισθάνεται κάποιος την υπεροχή ότι ξέρει του κανόνες -γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν κανόνες. Επίσης, στο κυνήγι της μίας και μοναδικής ελεύθερης θέσης είναι όλοι ίσοι. Η δημοκρατία βρίσκει το urban ισοδύναμό της.
Η χαρά του να καβατζώσεις με τη μία θέση πάρκινγκ έξω ακριβώς από το σημείο που πηγαίνεις ισοδυναμεί με τύχη βουνό, ίδια με αυτή του τύπου που κέρδισε 4,5 εκατομμύρια στο Τζόκερ συμπληρώνοντας ένα απλό δελτίο των 2,5 ευρώ. Η απογοήτευση του να βρίσκει θέση πάντα το μπροστινό από το δικό σου αυτοκίνητο ισούται με την κατραπακιά που τρώει κάποιος όταν στην κορύφωση της δράσης της ταινίας γίνεται αιφνιδιαστική διακοπή ρεύματος και φυσικά επειδή δεν είναι χάκερ δεν του βρίσκεται rooter σε φλασάκι εύκαιρο.
Υπάρχουν τόσα πιθανά σενάρια παρκαρίσματος στην πόλη όσα και οι κάτοικοί της και σίγουρα αντίστοιχου αριθμού ιστορίες. Μία αλλόκοτη περίπτωση είναι όταν βλέπουν δύο οδηγοί ταυτόχρονα με την αετίσια ματιά τους την ίδια άδεια θέση και τα έχει φέρει έτσι η ζωή να βρίσκονται και στην ίδια απόσταση μακριά από το αντικείμενο του πόθου, μόνο που ο ένας είναι στην άνοδο και ο άλλος στην κάθοδο. Εννοείται ότι τα φλασάκια έχουν ανάψει αμφότερα με την ίδια ταχύτητα που πατιέται το μπάζερ από τους παίκτες στα τηλεπαιχνίδια. Εκεί πέφτει γερό σκανάρισμα, σκληρά βλέμματα, ίσως και κάποιος ακατάλληλος προς δημοσίευση διάλογος και τελικά τη θέση την κερδίζει ο πιο γενναίος, όχι ο πιο ωραίος. Όπως και στην υπόλοιπη ζωή.
Τόσα χρόνια που γυρίζω γύρω γύρω τα τετράγωνα της πόλης για να παρκάρω για λίγη ώρα τα όνειρά μου ένα και μόνο ένα πράγμα δεν έχω καταλάβει. Τι στο καλό κάνουν τόσοι πολλοί οδηγοί μόνοι τους μέσα στο σταθμευμένο και με σβηστή τη μηχανή αυτοκίνητό τους και όταν εσύ τους πλευρίζεις και τους ρωτάς «φεύγετε;» με την ίδια αγωνία που τον περασμένο αιώνα οι καβαλιέροι ρωτούσαν τις ντάμες «χορεύετε;», αυτοί κουνάνε το κεφάλι αρνητικά υπονοώντας «τσου!» και συνεχίζουν να κοιτάνε το παρμπρίζ αδιαφορώντας για σένα και για τη θέση στον τροχό της παρκοτύχης που κρατάνε ασκόπως.
Μόνο αυτό δεν έχω καταλάβει. Όλα τα άλλα είναι μέσα στο παιχνίδι.