Εκείνο το κλασικό meme, στο οποίο εμφανίζεται ένας σαστισμένος Τζον Τραβόλτα με την ολόισια καρέ, κατάμαυρη κουπ του Βίνσεντ Βέγκα από τον θρυλικό ρόλο του στην υπερταινία Pulp Fiction, έρχεται στο μυαλό μου κάθε, μα κάθε φορά που κρατώντας το κλειδί του αυτοκινήτου στο χέρι ψάχνω το αντικείμενο του πόθου μου. Το ίδιο χαμένο βλέμμα, η ίδια απόγνωση, η ίδια ξεκαρδιστική ματαιότητα.
Ενίοτε «εμφανίζεται» και ο Σπύρος Παπαδόπουλος από τους αειθαλείς «Απαράδεκτους» με την εύλογη απορία, «τι έγινε ρε παιδιά;» -μια ερώτηση της οποίας η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Αυτό που φαντάζεσαι, αυτό έγινε».
Που το έχω παρκάρει, το άτιμο; Γιατί δεν το βλέπω στο οπτικό μου πεδίο; Που στο καλό πήγε; Δουλευόμαστε τώρα; Μια «προβλεπέ» λύση είναι το αυθόρμητο σχεδόν, άηχο μπιπ-μπιπ του ηλεκτρονικού ξεκλειδώματος. Ευτυχώς, τις περισσότερες φορές πιάνει και η καρδιά γυρίζει σε ορθή πορεία στη θέση της.
Το θέμα είναι τι γίνεται όταν περάσει το πρώτο πεντάλεπτο του ανυπόμονου ακαδημαϊκού τετάρτου και εγώ παραμένω εκεί αδρανής, μία ιδανική και ανάξια ερωμένη του κερδισμένου χρόνου. Κοινώς, πέρα από την ρηχή ποιητικότητα της στιγμής, τι γίνεται όταν ο ρεαλισμός της αναπόφευκτης αφηρημάδας χτυπάει την πόρτα του νου ενώ το ρολόι τρέχει;
Τι θα γίνει; Έχουμε και δουλειές να κάνουμε.
Ίσως δεν είναι στη λίστα με τα πλέον αγχωτικά πράγματα του κόσμου (μετακόμιση, εξετάσεις, χωρισμός, αυτά διεκδικούν την ανόσια τριάδα της κορυφής ως προς το στρες και τα συμπαρομαρτούντα του) αλλά, ξεκάθαρα, πρόκειται για μία άβολη κατάσταση, από την οποία θέλεις να ξεφύγεις πάση θυσία.
Ποιος σύγχρονος άνθρωπος, δηλαδή, τη βρίσκει με το να ψάχνει το αυτοκίνητό του στους δρόμους; Εδώ το buffering της σελίδας δεν αντέχεται έτσι και περάσουν τα τρία πρώτα νανοσεκόντς και το κυκλάκι με τις τελείες αρχίσει να επαναλαμβάνεται σαν τη δήλωση «βλέπω κύκλους» του αξέχαστου, γνωστού-άγνωστου raver.
Έτσι, κάπου ανάμεσα στο χτυποκάρδι και το καταπιεσμένο δάκρυ, μου ήρθε μία ιδέα. Θα το βγάζω φωτογραφία. Αμέ. Αυτό θα κάνω. Θα ξεζουμάρω, συγκεκριμένα, ώστε να πιάνω στο κάδρο όσο πιο πολύ περιβάλλοντα χώρο μπορώ για να έρχεται η ανάμνηση του δρόμου αυτομάτως, χωρίς πολλά πολλά.
Η πρώτη απόπειρα δεν στέφθηκε με επιτυχία -ήταν λάθος το πλαίσιο και δεν βοηθούσε τη μνήμη. Δε θυμόμουν, παιδί μου. Κοιτούσα τη φωτό και δεν μπορούσα να ανασύρω τίποτα από το πρόσφατο χρονοντούλαπο. Στη δεύτερη προσπάθεια ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα. Είχα συλλάβει σχεδόν ολόκληρη τη γειτονιά -ακόμα και την κυρία που άπλωνε τα ασπρόρουχα στην απλώστρα του δευτέρου. Τώρα μάλιστα.
Και κάπως έτσι έφτασα στο άδοξο πλην πρακτικό σημείο, να έχω στο αρχείο των φωτογραφιών μου στο κινητό αποθηκευμένα screen shot από κείμενα, τα γουρλωμένα μάτια της Booba, κάποια inspo από το ίνσταγκραμ και πολλές λήψεις του μαύρου Ford Focus αραγμένο σε ανήλιαγα στενά -ξεκάθαρα τσακωμένες οι λήψεις αυτές με την καλαισθησία.
«Από το να πονάει το μυαλό μου καλύτερα να πονάει το μάτι μου» σκέφτομαι. Άσε που κάθε φορά που κάθομαι με επιτυχία στο κάθισμα του οδηγού, έχοντας μια τόση δα νίκη στο τσεπάκι, φροντίζω να σβήνω τα αποδεικτικά στοιχεία του αστυνόμου Σαΐνη - «αυτό το μήνυμα θα αυτοκαταστραφεί» κοινώς.
Λένε ότι αρχίζεις να παρατηρείς κάτι γύρω σου μόνο όταν σου συμβαίνει κι εσένα. Τις προάλλες είδα μια κοπέλα να παρκάρει στα Πετράλωνα και να βγάζει φωτογραφία με το κινητό της την μπλε πινακίδα με τα λευκά γράμματα, αποδεικτικό της οδού, πάνω στο σιέλ νεοκλασικό της γωνίας.
Πολύ φίλη μου. Αναμφισβήτητα.