«Αυτές τις καρέκλες και την ψάθα στο πορτ-μπαγκάζ, τι να τα κάνω;» με ρωτάει, κάθε φορά, ο άνθρωπος στο πλυντήριο αυτοκινήτων και με πιάνει ένας μικροτρόμος. Εντάξει, οι σακούλες από το σούπερ μάρκετ, αυτές μπορώ να τις κουβαλήσω μέχρι το σπίτι όση ώρα θα πλένεται το Ford, αλλά να φορτωθώ και τα αξεσουάρ της παραλίας; Ζόρικο.
Μπορείς να πάρεις τον άνθρωπο από τις καλοκαιρινές διακοπές αλλά ποτέ τις καλοκαιρινές διακοπές από τον άνθρωπο. Το ξέρω, ότι δεν είμαι η μόνη που έχει κάνει το πορτ-μπαγκάζ της αποθηκευτικό χώρο αλμυρών αναμνήσεων, που μυρίζουν καρύδα. Είμαι βέβαιη ότι η άμμος που υπάρχει στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων γύρω μας δε φεύγει ποτέ πραγματικά, είναι εκεί δώδεκα μήνες τον χρόνο, σαν φυλακτό, σαν παγανιστική επίκληση στη χαρά.
Είμαστε μια χώρα με θάλασσα γύρω μας, πώς θα γινόταν να ζήσουμε χωρίς άμμο στα πατάκια του αυτοκινήτου μας;
«Αφήστε τα έξω, παρακαλώ, και μόλις τελειώσετε θα τα ξαναβάλω στο πορτ-μπαγκάζ» απαντάω στον υπάλληλο του πλυντηρίου αυτοκινήτων. Συμφωνεί. Άλλωστε, όλοι έτσι δεν κάνουν;
Δύο πλιάν καρέκλες, μία ριγέ άσπρο-μπλε, μία Yves Klein Blue (στην Pantone είναι το νούμερο 286C), το απόλυτο μπλε, η υπέρτατη κατάδυση στο σούρουπο, η πιο ωραία ώρα για αυταπάρνηση και περισυλλογή. Δίπλα στις καρέκλες, δύο ρολά από ψάθες, μία με κόκκινο ρελάκι, ξεφτισμένη και γεμάτη εμπειρίες και μία καινούργια με λαχανί ρελάκι, του κουτιού, γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες.
Πίσω τους ένας πλαστικός φακός χειρός, σε πορτοκαλί χρώμα, ό,τι καλύτερο για τις νυχτερινές περιπλανήσεις στα μονοπάτια της εξοχής πριν ανακαλυφθεί ο φακός του κινητού.
Παρακεί ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα, βραχέως σχεδιασμού σε έντονο φλούο κίτρινο και μία μάσκα χωρίς αναπνευστήρα. Το διπλό στρώμα θαλάσσης χάσκει τσαλακωμένο και έρμο -κανείς ποτέ δεν κατάφερε να διπλώσει ένα στρώμα στην αρχική του μορφή μετά το ξεπακετάρισμα, ένα ακόμα τικ στη μακρά λίστα των μη αναστρέψιμων της ζωής.
Στην ίδια, πάνω κάτω κατάσταση, άγαρμπου διπλώματος και η μακρόστενη τέντα, ριγμένη τσάτρα πάτρα μέσα στην μακρόστενη θήκη της με το σπασμένο φερμουάρ -«όλα χαλάνε στο τέλος, για αυτό ζήσε τα όλα στο φουλ», μοιάζει να φωνάζει έτσι αποκαμωμένη από τη χρήση και από την κοπιαστική αποστολή της, να δημιουργεί σκιά μέσα στο λάλαρο στις πιο άγριες παραλίες, αυτές που μόνο οι σέρφερς και οι τρελοί αντέχουν.
Ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος αρώματα και καλέσματα ζωντανεύει κάθε βράδυ στο έρημο πορτ-μπαγκάζ του παρκαρισμένου αυτοκινήτου όταν όλοι πάνε για ύπνο όπως ακριβώς ζωντάνεψαν οι ιστορικές μορφές και τα εκθέματα του μουσείου στην ταινία «Νight at the museum», μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νυχτοφύλακα Λάρι.
Ίσως για αυτό δεν ανεβάζω ποτέ τίποτα από όλα αυτά τα συμπράγκαλα στο πατάρι -θέλω να είναι μαζί μου κάθε μέρα όταν ανεβοκατεβαίνω την Κηφισίας και ψάχνω πάρκινγκ πίσω από τη Συγγρού.
Αντί επιλόγου ένα ποίημα του Ντίνου Σιούτη από τη συλλογή «Αυτοβιογραφία ενός στόχου».
Το τέλος του καλοκαιριού
Πριν κλειδώσουμε το σπίτι για το χειμώνα να
βάλουμε τα σύνεργα του κήπου στην αποθήκη
να μαζέψουμε την κάππαρη, τ' αμύγδαλα
και τις λιαστές ντομάτες απ' την ταράτσα
το φως θα αποχαιρετά τα δωμάτια πριν
κλείσουμε μια και καλή τα παντζούρια
οι καθρέφτες και τα κάδρα θα κοιτάν αλλού
χωρίς να εγκρίνουν τις κινήσεις μας, θα πούμε
αντίο στα γατιά που θα στέκουν απορημένα
θ' αφήσουμε το σπίτι του καλοκαιριού
για το διαμέρισμα της γραφειοκρατίας
το ταχύπλοο που θα μας φέρει στη Ραφήνα
αλλά τ' αυτιά μας θα βουίζουν
απ' τις σκιές και τις σκηνές του θέρους
η θάλασσα, η άμμος, ο παράφορος ήλιος
το άρωμα των κορμιών, τα ευλογημένα δειλινά
τα νυχτοπούλια, ο γάμος τ' ουρανού με τ' άστρα
όλα αφημένα με το κλειδί κάτω απ' τη γλάστρα